- ποπός
- ο, Νπισινός, κώλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. ποπό*. Σύμφωνα όμως με άλλη άποψη, πρόκειται για λ. που προέρχεται από την παιδική γλώσσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρτοκόπος — ἀρτοκόπος και πόπος, ο, η (Α) ο αρτοποιός, αυτός που παρασκευάζει ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτοπόκος, με μετάθεση < αρτοπόπος, με ανομοίωση. Το β συνθετικό ποπος < * kwopos (< * pokwos, με μετάθεση) ανάγεται στη ρίζα *pekw «ψήνω, μαγειρεύω»… … Dictionary of Greek
pekʷ- (*kʷekʷhō) — pekʷ (*kʷekʷhō) English meaning: to cook Deutsche Übersetzung: “kochen” Grammatical information: participle pekʷ to “cooked, boiled” Material: O.Ind. pácati, Av. pačaiti “kocht, bäckt, brät” (= Lat. coquō, Welsh pobi, Alb.… … Proto-Indo-European etymological dictionary